συμπεριλαμβάνω

συμπεριλαμβάνω
(αόρ. συμπερίλαβα и συμπεριέλαβαν) μετ. включать, охватывать;

συμπεριλαμβάνωοντάς — включая, включительно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συμπεριλαμβάνω" в других словарях:

  • συμπεριλαμβάνω — συμπεριλαμβάνω, συμπεριέλαβα βλ. πίν. 165 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπεριλαμβάνω — ΝΜΑ [περιλαμβάνω] περιλαμβάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο, περιέχω συγχρόνως (α. «στην τιμή δεν συμπεριλαμβάνεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας» β. «ἡ τοῡ παντὸς περίοδος, ἐπειδὴ συμπεριέλαβε τὰ γένη», Πλάτ.) αρχ. 1. έχω μέσα μου συγχρόνως, περικλείω… …   Dictionary of Greek

  • συμπεριλαμβάνω — συμπεριέλαβα, συμπεριλήφθηκα, βάζω κάποιον μαζί με άλλους: Συμπεριέλαβαν στο ψηφοδέλτιο του κόμματος και έναν αγρότη. – Στην τιμή αυτού του αυτοκινήτου δε συμπεριλαμβάνεται ο φόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπεριλαμβάνῃ — συμπεριλαμβάνω gather together pres subj mp 2nd sg συμπεριλαμβάνω gather together pres ind mp 2nd sg συμπεριλαμβάνω gather together pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριλαβόμενον — συμπεριλαμβάνω gather together aor part mid masc acc sg συμπεριλαμβάνω gather together aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριλαβόν — συμπεριλαμβάνω gather together aor part act masc voc sg συμπεριλαμβάνω gather together aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριλαμβανομένων — συμπεριλαμβάνω gather together pres part mp fem gen pl συμπεριλαμβάνω gather together pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριλαμβανόμενον — συμπεριλαμβάνω gather together pres part mp masc acc sg συμπεριλαμβάνω gather together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριλαμβανόντων — συμπεριλαμβάνω gather together pres part act masc/neut gen pl συμπεριλαμβάνω gather together pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριλαμβάνει — συμπεριλαμβάνω gather together pres ind mp 2nd sg συμπεριλαμβάνω gather together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριλαμβάνομεν — συμπεριλαμβάνω gather together pres ind act 1st pl συμπεριλαμβάνω gather together imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»